- καρδιακως
- καρδιακῶς3со стороны сердца
κ. κινδυνεύειν Sext. — ощущать недомогание в области сердца
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κ. κινδυνεύειν Sext. — ощущать недомогание в области сердца
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καρδιακῶς — καρδιακός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιακός — ή, ό (AM καρδιακός, ή, όν) [καρδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά ή που σχετίζεται με την καρδιά («καρδιακό νόσημα») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από καρδιακό νόσημα 2. το θηλ. ως ουσ. η καρδιακή βοτ. γένος φυτών τής… … Dictionary of Greek